ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(Μ λωλάγρα, η)1. ανοησία, βλακεία2. τρέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ-άγρα, ποδ-άγρα)].