ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
μέροθεν (Μ)επίρρ. σε μερικά μέρη, κατά τόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].