μαρίδα
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
και σμαρίδα, η
1. ζωολ. κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων του γένους maena και ιδίως του είδους Maena smaris, καθώς και άλλων μικρόσωμων ψαριών
2. (κατ' επέκτ.) σμήνος μικρών ψαριών
3. μτφ. πλήθος μικρών παιδιών, παιδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμαρίδα < αρχ. σμαρίς (πρβλ. μία < σμία). Για ετυμολ. βλ. λ. σμαρίς.