μεταπύργιο

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

το (Α μεταπύργιον)
τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προ-πύργιο].