μεταμάζιος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ον, (μαζός) A between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.
German (Pape)
[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.
English (Autenrieth)
between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.
Greek Monolingual
μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι-μάζιος, υπο-μάζιος].
Russian (Dvoretsky)
μεταμάζιος: находящийся между сосками (στῆθος Hom.).