θεοκρήπις
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ῑδος, ἡ, A founded by a god, of Athens, Nonn.D.24.96.
German (Pape)
[Seite 1196] ιδος, von Gott gegründet, Ἀθήνη Nonn. D. 24, 96.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκρήπῑς: ῑδος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ θεοῦ, ναετῆρα θεοκρήπιδος Ἀθήνης Νόνν. Δ. 24. 96.
Greek Monolingual
θεοκρήπις, -ιδος, ή (Α)
(για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλικρήπις, εϋκρήπις].