ισχνομυθία
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
ἰσχνομυθία, ή (ΑΜ)
1. η λεπτότητα και καθαρότητα τών επιχειρημάτων
2. ελάττωμα στην ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -μυθία (< -μυθος < μύθος), πρβλ. ακριτομυθία, στιχομυθία].