κηροπήγιο

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source

Greek Monolingual

το
ειδικό σκεύος διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση κεριών, κηροστάτης, κν. καντηλέρι («τα κηροπήγια της εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα δικηροτρίκηρα που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα σημεία της θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ασπιδοπήγιον, κλινοπήγιον].