κοτυληδόνα

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source

Greek Monolingual

η (ΑM κοτυληδών, -όνος)
το κοίλο απομυζητικό φυμάτιο διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη λεία τους, η κοτύλη, η βυζάχτρα, η βεντούζα («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα του νεαρού φυταρίου, η κοτύλη
2. ανατ. καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα
αρχ.
1. κάθε κοίλο πράγμα
2. κοιλότητα («ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη», Νίκ.)
3. η κλείδωση («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών», Αριστοτ.)
4. ο μεταξύ εμβρύου και μητέρας αγγειακός σύνδεσμος
5. είδος φυτού, η ομφαλοβοτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -δών, -δόνος (πρβλ. αλγηδών, μυρμηδών)].