ἡπατουργός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
όν, A liver-destroying, epithet of Perseus, who killed the sea-monster by leaping down its throat sword in hand, Lyc.839.
German (Pape)
[Seite 1173] die Leber (übh. Eingeweide) zerwirkend, zum Weissagen, Lycophr. 839.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτουργός: -όν, ὁ κατακόπτων τὸ ἧπαρ, ἐπίθ. τοῦ Περσέως, Λυσ. 839˙ πρβλ. διατρὸς ἡπάτων, ὁ αὐτ. 35.
Greek Monolingual
ἡπατουργός, -όν (Α)
(για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ουργός < έργον (πρβλ. δραματουργός, κερατουργός)].