ζιζανιοκτόνος

From LSJ
Revision as of 07:30, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια
2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο)
χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομοκτόνος, πατροκτόνος.