κοιλίδιον

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλίδιον Medium diacritics: κοιλίδιον Low diacritics: κοιλίδιον Capitals: ΚΟΙΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: koilídion Transliteration B: koilidion Transliteration C: koilidion Beta Code: koili/dion

English (LSJ)

τό, Dim.of κοιλία, Str.14.5.14, dub.in Hsch.A s.v. κόλαβρον; written κυλίδιον, Sammelb.1941 (iv A.D.), PLond.3.1259.38 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1466] τό, dim. von κοιλία, Strab. XIV, 675; E. M. 534, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιλία, Στράβ. 675.

Greek Monolingual

κοιλίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον, χοιρίδιον)].