ιεροφάντωρ
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεοφάντωρ, ουρανοφάντωρ].