ἱπποχάρμης
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ου, ὁ,= ἱππιοχάρμης, Pi.O.1.23, Pae.2.104.
German (Pape)
[Seite 1262] = ἱππιοχάρμης, βασιλεύς Pind. Ol. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποχάρμης: -ου, ὁ, = ἱππιοχάρμης, Πινδ. Ο. 1. 35.
Greek Monolingual
ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α)
ιππιοχάρμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηροχάρμης, χαλκοχάρμης].
Russian (Dvoretsky)
ἱπποχάρμης: ου ὁ Pind. = ἱππιοχάρμης.