κοσμωτός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ή, όν, A made into a world, Aristo Stoicus ap.Simp.in Cat. 188.35.
Greek Monolingual
κοσμωτός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα -ωτός (πρβλ. κεγχρωτός, σπονδυλωτός].