κεγχρωτός

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρωτός Medium diacritics: κεγχρωτός Low diacritics: κεγχρωτός Capitals: ΚΕΓΧΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kenchrōtós Transliteration B: kenchrōtos Transliteration C: kegchrotos Beta Code: kegxrwto/s

English (LSJ)

κεγχρωτή, κεγχρωτόν,
A covered with specks, εῒδη ὀφθαλμῶν Adam.1.11.
II with granulated, roughened surface, of tables, BGU781 v 14 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1410] hirseartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρωτός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κέγχρον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 215. 342.

Greek Monolingual

κεγχρωτός, -ή, -όν (Α)
εκείνος του οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, κλιμακωτός)].