μακροκάνης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-α, -ικο
αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβοκάνης.