πλεονοδάκτυλος
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ον, A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονοδάκτυλος.