οδοιδόκος

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

ὁδοιδόκος, ὁ (Α)
(συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής πτώσης αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].