κοχλίς
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of κόχλος, in plural, Luc.Cat.16, Man.5.24. II precious stone found in Arabia, Plin.HN37.194.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24.
Greek Monolingual
κοχλίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι
2. πολύτιμος λίθος της Αραβίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακατίς, κοιτίς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοχλίς -ίδος, ἡ [κόχλος] schelp (waaruit purper gewonnen wordt).