νήϊστος

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήϊστος Medium diacritics: νήϊστος Low diacritics: νήϊστος Capitals: ΝΗΪΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗïstos Transliteration B: nēistos Transliteration C: niistos Beta Code: nh/i+stos

English (LSJ)

η, ον, Sup., A = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perhaps the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th.460, cf. Stat. Theb.8.354; Νηΐταις πύλαις E.Ph.1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perhaps Νηΐτταις πύλαις with -ττ- from -στ-).

Greek Monolingual

νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)
έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (νήαται), κατά το Ὕψισται, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. νήατος βλ. λ. νέατος [Ι])].