κεφαλοτρύπανον
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
[ῡ], τό, trepan, trephine Gal.14.785.
German (Pape)
[Seite 1428] τό, Schädelbohrer, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοτρύπᾰνον: τό, τρυπάνιον, Γαλην. 2. 399.
Greek Monolingual
κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α)
ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικοτρύπανον, σιδηροτρύπανον.