ooze
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English > Greek (Woodhouse)
substantive
mud: P. and V. βόρβορος, ὁ, πηλός, ὁ.
oozing matter: V. κηκίς, ἡ (Sophocles, Antigone 1008).
trickle: V. στάλαγμα, τό, σταγών, ἡ, στάγμα, τό, λιβάδες, αἱ, Ar. and V. σταλαγμός, ὁ, ῥανίς, ἡ.
ooze of blood: V. αἵματος ἀπορροαί, αἱ.
verb intransitive
drip: P. and V. στάζειν (Plato but rare P.), καταστάζειν (Xenophon but rare P.), V. ἀποστάζειν, σταλάσσειν, διαρραίνεσθαι; see drip.