ἀνδριαντουργός
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Gal.19.162.
German (Pape)
[Seite 217] = ἀνδριαντοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντουργός: ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Γαλην.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ escultor Gal.19.162.