μελανίχροος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον, A dark in colour, οἶνος Hp.Mul.1.42 (s. v.l.).
Greek Monolingual
μελανίχροος, -ον (Α)
βλ. μελάγχρους.