περιθρύβω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
v. περιθρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
περιθρύβω: v.l. περι-θρύπτω растирать вокруг, pass. распадаться, рассыпаться Diod.