δικαιοπραγμοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = δικαιοπραγία (just dealing, honest dealing, righteous dealing), Heraclit. Ep. 2 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, dasselbe, Heraclit. bei D. L. 9, 14.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπραγμοσύνη: ἡ, =τῷ προηγ., Ἡράκλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ justicia Heraclit.Ep.2 (var.).
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοπραγμοσύνη: ἡ Heracl. ap. Diog. L. = δικαιοπραγία.