κατάψυξις

From LSJ
Revision as of 14:47, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάψυξις Medium diacritics: κατάψυξις Low diacritics: κατάψυξις Capitals: ΚΑΤΑΨΥΞΙΣ
Transliteration A: katápsyxis Transliteration B: katapsyxis Transliteration C: katapsyksis Beta Code: kata/yucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A cooling or becoming cold, chill, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Hp. Prorrh.1.27, cf. Coac.337, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι PA692a23, cf. Rh.1389b32; simply, cold, Thphr.HP6.8.4. II = κώνειον (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυξις: -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, ψῦχος, ψύχρα, κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ φόβος κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους εἶναι τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
refroidissement.
Étymologie: καταψύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling.

Russian (Dvoretsky)

κατάψυξις: εως ἡ охлаждение Arst.