κουρελής
From LSJ
Greek Monolingual
κουρελής, ο, θηλ. κουρελού
1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος
2. το θηλ. η κουρελού
χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. -λής (< τουρκ. κατάλ. -li), πρβλ. γουρλής, παραλής].