ἄκμητος
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ον, Lyr. ἄκματος S.Ant.609 Jebb, A = ἀκμής, unwearied, ποσίν h.Ap.520, Onos.10.5. II not causing pain, Nic.Th.737.
German (Pape)
[Seite 75] 1) unermüdet, Hom. h. Ap. 520; Orph. Arg. 361. – 2) schmerzlos, Nic. Th. 737 τύμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκμητος: -ον, (κάμνω) = ἀκμής, ἀκούραστος, ποσίν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 520. ΙΙ. ὁ μὴ προξενῶν κόπον, Νικ. Θ. 737.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄκμητος: -ον, Λυρ. ἄκματος (κάμνω) = ἀκμής, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἄκμητος: неутомимый HH.