σπάδικας

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

ο / σπάδιξ, -ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία του αραβοσίτου
2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων του κεφαλόποδου μαλακίου ναυτίλος
αρχ.
1. κομμένο κλαδί φοίνικα, συνήθως με καρπό («πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπασε κλάδον τοῦ ἱεροῦ φοίνικος, ᾗ καὶ σπάδιξ ὠνομάσθη», Πολυδ.)
2. ἔγχορδο όργανο, παρόμοιο με τη λύρα
3. φλοιός που έχει αποσπαστεί από την ρίζα πουρναριού
4. ως επίθ. ξανθοκόκκινος, πυρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- του σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδων) + επίθημα -ιξ, πρβλ. φοῖν-ιξ (βλ. και λ. σπάω). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spadix)].