φυλοκρινώ

From LSJ
Revision as of 09:10, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

-έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ
1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.)
2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῖον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές
2. κατατάσσω
3. επιλέγω προσεχτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -κρινῶ μέσω ενός αμάρτυρου φυλοκρινής (< φῦλον / φυλή + κρίνω, πρβλ. εἰλι-κρινής, εὐ-κρινής)].