φυλοκρινώ

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

φυλοκρινέω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ
1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾶν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.)
2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῖον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές
2. κατατάσσω
3. επιλέγω προσεχτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -κρινῶ μέσω ενός αμάρτυρου φυλοκρινής (< φῦλον / φυλή + κρίνω, πρβλ. εἰλικρινής, εὐκρινής)].