χειροποιέομαι
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
Med., perpetrate with one's own hand, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε S.Tr.891.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire de ses propres mains.
Étymologie: χείρ, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
χειροποιέομαι: делать собственноручно (τι Soph.).