Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεραρχία

From LSJ
Revision as of 08:15, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " of a]]" to "]] of a")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεραρχία Medium diacritics: μεραρχία Low diacritics: μεραρχία Capitals: ΜΕΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: merarchía Transliteration B: merarchia Transliteration C: merarchia Beta Code: merarxi/a

English (LSJ)

ἡ, A command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.

German (Pape)

[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.

Greek Monolingual

η (Α μεραρχία) μεράρχης
νεοελλ.
οργανική μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες
αρχ.
στρατιωτική μονάδα που διοικούσε ο μεράρχης και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.