ἰσόδρομος

From LSJ
Revision as of 17:28, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδρομος Medium diacritics: ἰσόδρομος Low diacritics: ισόδρομος Capitals: ΙΣΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: isódromos Transliteration B: isodromos Transliteration C: isodromos Beta Code: i)so/dromos

English (LSJ)

ον, A keeping pace with, τινι Pl.Ti.38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu.399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.). II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichlaufend; Plat. Tim. 38 d; Arist. de mund. 6; Dion. Per. 120.

Greek Monolingual

ἰσόδρομος, -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)
1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον
2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» — δρόμος του ίδιου μήκους
β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό-δρομος, νεό-δρομος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόδρομος: и 3
1) бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);
2) равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον μῆκος Anth. бег на одинаковое расстояние.