ἔμπεδον
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (Slater)
ἔμπεδον
1 constantly ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει (P. 10.34) ἑ]ορταὶ ἔμπεδο[ν (supp. Lobel.) Θρ. 4. 15.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπεδον: adv.
1) непоколебимо (μένειν Hom.);
2) неизменно, постоянно, непрерывно (θέειν Hom.; χαίρειν Pind.);
3) твердо, уверенно: ἴσθι τόδ᾽ ἔ. Soph. будь в этом уверен.