ἐπικρέμαμαι
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
French (Bailly abrégé)
être suspendu sur, dominer, τινι ; fig. être suspendu sur, menacer en parl. de la mort, d’un danger, etc.
Étymologie: ἐπί, κρέμαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρέμᾰμαι: [pass. к ἐπικρεμάννυμι
1) висеть (над чем-л.), нависать (ὕπερθεν πέτρη ἐπικρέμαται HH; αἱ ἐπικρεμάμεναι συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.): ἐ. τῇ ἀγορᾷ Plut. возвышаться над площадью;
2) перен. нависать, угрожать (ἐπικρεμάμενος κίνδυνος Thuc., Plut.; ἐπικρέμαται θάνατος Plut.): τιμωρία ἐπικρέμαται Thuc. угрожает (предстоит) наказание.