πολυδημώδης
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
ες, = πολύδημος (populous), DL. 7.14.
German (Pape)
[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.
Greek Monolingual
-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).
Russian (Dvoretsky)
πολυδημώδης: весьма густо населенный, многолюдный Diog. L.