Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλοειδής

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοειδής Medium diacritics: στρογγυλοειδής Low diacritics: στρογγυλοειδής Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: strongyloeidḗs Transliteration B: strongyloeidēs Transliteration C: stroggyloeidis Beta Code: strogguloeidh/s

English (LSJ)

ές, A of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.

German (Pape)

[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).