θεότευκτος

From LSJ
Revision as of 13:02, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότευκτος Medium diacritics: θεότευκτος Low diacritics: θεότευκτος Capitals: ΘΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: theóteuktos Transliteration B: theoteuktos Transliteration C: theotefktos Beta Code: qeo/teuktos

English (LSJ)

ον, A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).

Greek (Liddell-Scott)

θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.

Greek Monolingual

θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].

Greek Monotonic

θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεότευκτος: созданный богами (πύργοι Anth.).

Middle Liddell

θεό-τευκτος, ον
made by God, Anth.