Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
adv.1 fortement;2 fig. avec fermeté ou gravité.Étymologie: στιβαρός.
στῐβᾰρῶς: плотно, крепко: πύκα σ. ἀραρυῖαι πύλαι Hom. крепко-накрепко сколоченные ворота.