αἱμωδιάω
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
A have the teeth set on edge, Hp.Morb.2.55, Diocl.Fr.43, Arist.Pr.886b12, LXX Ez. 18.4 (Cod.A): c. acc., αἱ. τοὺς ὀδόντας Hp.Morb.2.73: metaph. of one whose mouth waters, ᾑμωδία Timocl.11.7. (In this group of words the termination may be connected with ὀδών.)
Greek (Liddell-Scott)
αἱμωδιάω: ἔχω τοὺς ὀδόντας νεναρκωμένους, αἱμωδιῶντας, Ἀριστ. Προβλ. 7. 5, 1: - μεταφ. ἐπ’ ἐκείνων ὧν τρέχει τὸ σίαλον, ἢ πληροῦται σιάλου τὸ στόμα, ᾑμωδία, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ», 1, 7. ΙΙ. μεταβ. αἱμ. τοὺς ὀδόντας = κάμνω τοὺς ὀδόντας νὰ αἱμωδιάσωσιν, Ἱππ. 534. 33.
Spanish (DGE)
1 rechinar, castañetear los dientes, tener dentera τοὺς ὀδόντας αἱμωδιᾷ Hp.Morb.2.55, 73, Int.6, cf. Diocl.Fr.109.18, ὀδόντες αἱ. LXX Ie.38.30, c. part. pred. αἱμωδιῶμέν τε γὰρ τοὺς ὀξὺ ὁρῶντες ἐσθίοντας nos da dentera ver a otros comer algo ácido Arist.Pr.886b12, como sinón. de αἱμῳδέω Phryn.PS 14.
2 fig., c. part. pred. darle a uno envidia de comidas hacérsele la boca agua ἐγχέλεις ὁρῶν ... ᾑμωδία Timocl.11.7.
Russian (Dvoretsky)
αἱμωδιάω: набить себе оскомину: αἱμοδιῶμεν τοὺς ὀξὺ ὁρῶντες ἐσθίοντας Arst. у нас оскомина при виде тех, кто ест кислое.