ἰσήρης

From LSJ
Revision as of 15:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρης Medium diacritics: ἰσήρης Low diacritics: ισήρης Capitals: ΙΣΗΡΗΣ
Transliteration A: isḗrēs Transliteration B: isērēs Transliteration C: isiris Beta Code: i)sh/rhs

English (LSJ)

ες,= A ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472, cf. Nic.Th.643 [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, gleichgefugt, gleich; ψῆφοι Eur. I. T. 1472; Nic. Th. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρης: -ες, = ἴσος, ἰσ. ψῆφοι Εὐρ. Ι. Τ. 1472· ὁ Νίκανδρ. ἐδανείσθη τὸν τύπον τοῦτον ποιῶν ῑ ἐν Θηριακ. 643· ῐ αὐτόθι 788· ἰσ. τινὶ ὁ αὐτ. παρὰ Γαλην. 12. 383Α· (περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε κατήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
ajusté également ; égal, semblable à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄρω.

Greek Monolingual

ἰσήρης, -ες (Α)
ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρης (Ι)].

Greek Monotonic

ἰσήρης: -ες (*ἄρω), = ἴσος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρης: положенный в равном количестве, равный: ἰσήρεις ψῆφοι Eur. равное количество голосов (за и против).

Middle Liddell

ἰσ-ήρης, ες [*ἄρω] = ἴσος, Eur.]