πάντρητος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ον, all-pierced: αὐλοῦ πάντρητον the part of the flute in which the holes are, Plu.2.853e.
German (Pape)
[Seite 465] ganz durchbohrt, Plut. Ar. et Men. comp. 2, αὐλοῦ πάντρητον ἀνασπάσας, vielleicht ein Einsatzstück an der Flöte.
Greek (Liddell-Scott)
πάντρητος: -ον, ὅλως τετρημένος· αὐλοῦ πάντρητον φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ μέρος τοῦ αὐλοῦ ἔνθα αἱ ὀπαί, Πλούταρχ. 2. 853Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout percé de trous.
Étymologie: πᾶν, τιτραίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ-τρητος].
Russian (Dvoretsky)
πάντρητος: весь просверленный: αὐλοῦ πάντρητον Plut. просверленная часть флейты (на которой проделаны отверстия).