συμβατικῶς
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des dispositions conciliantes.
Étymologie: συμβατικός.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτικῶς: примирительно: σ. ἔχειν Plut. быть склонным к примирению.