δυσαπαλλακτία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.
Greek Monolingual
και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπαλλακτία: v.l. δυσαπαλλαξία ἡ трудность освободиться, невозможность отделиться Plat.