ὑποχοιρίς

From LSJ
Revision as of 17:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχοιρίς Medium diacritics: ὑποχοιρίς Low diacritics: υποχοιρίς Capitals: ΥΠΟΧΟΙΡΙΣ
Transliteration A: hypochoirís Transliteration B: hypochoiris Transliteration C: ypochoiris Beta Code: u(poxoiri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A swine's succory, cat's ear, Hypochoeris radicata, Thphr.HP7.7.1, 11.4 (cj.), Plin.HN21.89.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχοιρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κιχορίων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1., 11. 4.

Greek Monolingual

η / ὑποχοιρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και υποχαιρίς Ν
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης αστερώδη, με 80 περίπου είδη
μσν.-αρχ.
(στον Θεόφρ. κ.ά.) είδος του φυτού κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + χοῖρος. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hypochoeris].