πανδάλητος

From LSJ
Revision as of 18:23, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδάλητος Medium diacritics: πανδάλητος Low diacritics: πανδάλητος Capitals: ΠΑΝΔΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pandálētos Transliteration B: pandalētos Transliteration C: pandalitos Beta Code: panda/lhtos

English (LSJ)

[prob. ᾰ], ον, (δηλέομαι, δάλλει) A = ἐπίτριπτος, Hippon.2 (vv.Il. πανδάληκτος, πανδαύληκτος, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = πανδάφνωτος, all laurel-crowned).

German (Pape)

[Seite 457] dor. = πανδήλητος, Hipponax bei Tzetz. zu Lycophr. 425.

Greek (Liddell-Scott)

πανδάλητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πανδήλητος, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, Ἱππῶναξ 18, ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πανδάληκτος, πανδαύλητος, καὶ ἐντεῦθεν ὁ Bgk. προτείνει τὴν γραφήν: πανδαύχνητος = πανδάφνωτος, ὅλως ἐστεμμένος διὰ δάφνης.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. επίτριπτος, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος
2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάλητος (< δηλοῦμαι / -έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ -α- για μετρικούς λόγους].