ἀβαριστάν
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
γυναικιζομένην (Cyprian), Hsch.
Frisk Etymological English
Meaning: γυναικιζομένην, καθαιρομένην καταμηνίοις. Κύπριοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To σαβαρίχις (q.v.), with Cyprian loss of s-?
Frisk Etymology German
ἀβαριστάν: {abaristán}
Meaning: γυναικιζομένην, καθαιρομένην καταμηνίοις. Κύπριοι H.
Etymology : Unwahrscheinliche Hypothese von Schrijnen BSL 32, 57.
Page 1,3